ζουμιάζω

ζουμιάζω
[ζουμί]
1. (κυρίως για φαγητό) έχω πολύ ζουμί, γίνομαι ζουμερός
2. (για φρούτα) ωριμάζω και αποκτώ τον απαιτούμενο χυμό («άρχισαν να ζουμιάζουν τα σταφύλια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζουμιάζω — ιασα, ζουμιασμένος, η, ο, αμτβ. 1. γίνομαι ζουμερός (περισσότερο από όσο πρέπει): Ζούμιασε ο μπακλαβάς. 2. αποκτώ όσο πρέπει χυμό: Τα πορτοκάλια ζούμιασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”